οπισθοφύλακας

οπισθοφύλακας
ο (Α ὀπισθοφύλαξ, -ακος)
1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας
2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες
η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί
νεοελλ.
ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα είναι η άμυνα μπροστά από το τέρμα τής ομάδας του, αλλ. μπακ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + φύλαξ, -ακος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οπισθοφύλακας — ο αυτός που ανήκει στο πίσω μέρος, στην οπισθοφυλακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπισθοφύλακας — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπακ — (I) το άκλ. ναυτ. πλωτό μέσο για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τη μια όχθη ενός ποταμού στην άλλη, πορθμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bac < λατ. baccus «δοχείο όπου τοποθετούνται υγρά»]. (II) το άκλ. (αθλ.) αμυντικὸς παίκτης ποδοσφαιρικής… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφυλακώ — ὀπισθοφυλακῶ, έω (Α) [οπισθοφύλαξ] 1. είμαι οπισθοφύλακας, φυλάω τα νώτα πορευόμενης φάλαγγας 2. διοικώ την οπισθοφυλακή …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφύλαξ — ὀπισθοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. οπισθοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • μπακ — ο άκλ. (λ. αγγλ.), ο οπισθοφύλακας σε ποδοσφαιρικό αγώνα, ο αμυντικός: Το τέρμα δεν μπήκε χάρη στην επέμβαση του μπακ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”