οπισθοφύλακας — ο αυτός που ανήκει στο πίσω μέρος, στην οπισθοφυλακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπισθοφύλακας — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπακ — (I) το άκλ. ναυτ. πλωτό μέσο για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τη μια όχθη ενός ποταμού στην άλλη, πορθμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bac < λατ. baccus «δοχείο όπου τοποθετούνται υγρά»]. (II) το άκλ. (αθλ.) αμυντικὸς παίκτης ποδοσφαιρικής… … Dictionary of Greek
οπισθοφυλακώ — ὀπισθοφυλακῶ, έω (Α) [οπισθοφύλαξ] 1. είμαι οπισθοφύλακας, φυλάω τα νώτα πορευόμενης φάλαγγας 2. διοικώ την οπισθοφυλακή … Dictionary of Greek
οπισθοφύλαξ — ὀπισθοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. οπισθοφύλακας … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
μπακ — ο άκλ. (λ. αγγλ.), ο οπισθοφύλακας σε ποδοσφαιρικό αγώνα, ο αμυντικός: Το τέρμα δεν μπήκε χάρη στην επέμβαση του μπακ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)